-
1 ἐποικέω
A go as settler or colonist to a place, settle in a place, c. acc., ;Βοιωτίαν Str.9.2.25
; alsoἐν τῇ Ἀσίᾳ X.Cyr. 6.2.10
: abs., Pl.Lg. 752e.II to be settled near or with hostile views against,ὑμῖν Th.6.86
:—[voice] Pass., ἡ Δεκέλεια τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Decelea was occupied as the seat of offensive operations against their country, Id.7.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποικέω
-
2 εποικεω
1) селиться, населять, жить(ἐν τῇ Ἀσίῃ Xen.)
2) колонизовать, заселять(Κυκλάδας Eur.)
3) воен. занимать (в качестве операционной базы)ἡ Δεκέλεια φρουραῖς τῇ χώρᾳ ἐπῳκεῖτο Thuc. — Декелея была занята (спартанскими) гарнизонами (расположившимися) против страны (афинян)
См. также в других словарях:
εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… … Dictionary of Greek